κοσκινίζομαι

κοσκινίζομαι
κοσκινίζομαι, κοσκινίστηκα, κοσκινισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαττώ — άω, Α (κυρίως το παθ.) συνδιαττῶμαι, άομαι διέρχομαι από κόσκινο, κοσκινίζομαι και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαττῶ «κοσκινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκριπίζω — Α παθ. συνεκριπίζομαι κοσκινίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκριπίζω «απομακρύνω, εκσφενδονίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”